- καμουφλάρω
- και καμουφλαρίζω1. παραλλάσσω την εξωτερική εμφάνιση ενός χώρου ή αντικειμένου για απόκρυψή του από τον εχθρό, παραλλάσσω2. μεταμφιέζω, αποκρύπτω, μεταμορφώνω εξωτερικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camoufl-er + κατάλ. -άρω (πρβλ. σκορ-άρω, φιγουρ-άρω)].
Dictionary of Greek. 2013.